Ο Ερνέστο Γκεβάρα ήταν γιος της Σέλια ντε λα Σέρνα και του Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς. Πολλές φορές αναφέρεται ως ημερομηνία γεννήσεως και η 14η Ιουνίου 1928. Ο λόγος που αναφέρεται και αυτή η ψεύτικη ημερομηνία είναι ότι οι γονείς του ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να καλύψουν το γεγονός ότι η Σέλια είχε μείνει έγκυος πριν ακόμη παντρευτεί. Η οικογένεια του Γκεβάρα ήταν μια από τις οικογένειες της αργεντινής ολιγαρίας. Παρόλ’αυτά οι γονείς του νεαρού Ερνέστο δεν απέφευγαν καθόλου την επαφή με ανθρώπους χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Πολλά μέλη της ολιγαρχίας θεωρούσαν προκλητικό αυτό τον τρόπο ζωής επειδή το ζεύγος Γκεβάρα έδειχνε φανερά ότι σεβόταν και δεχόταν προοδευτικές ιδέες. Ο μικρός Ερνέστο ήταν μόλις δύο ετών όταν διαπιστώθηκε ότι πάσχει από άσθμα. Η ασθένεια αυτή τον συνόδεψε όλη του τη ζωή και συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη της προσωπικότητάς του. Αντί να προφυλάσσεται, προσπαθούσε να σκληραγωγηθεί μέσω αθλητισμού. Στην παιδική του παρέα υπήρχαν παιδιά από διάφορα κοινωνικά στρώματα της περιοχής. Ήδη τότε φανερώθηκε το χάρισμα και η κοινωνικότητα του Γκεβάρα, χαρίσματα τα οποία καλλιεργούσαν συνεχώς οι γονείς του. Ηταν πλέον καθημερινό το φαινόμενο να μπαινοβγαίνουν τα παιδιά της γειτονιάς και της περιοχής συνεχώς στο σπίτι των γονέων του. Παρόλ’ αυτά ο Ερνέστο ήταν σοβαρό και ενδοστρεφές αγόρι, το οποίο από νωρίς άρχισε να ενδιαφέρεται για την λογοτεχνία. Κατά την περίοδο της εφηβείας του, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ποίηση και ειδικότερα για το έργο του Πάμπλο ούντα, ενώ συγχρόνως έγραφε και ο ίδιος ποιήματα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα εκτείνονταν από κλασικά έργα του Τζακ Λόντον ή του Ιουλίου Βερν μέχρι πραγματείες του Σίγκμουντ Φρόυντ και του Μπέρτρα Ράσελ. Σε μεγαλύτερη ηλικία, ανέπτυξε επίσης ενδιαφέρον για τη φωτογραφία. Η ενασχόλησή του τελικά με την ιατρική, ενδεχομένως να οφείλεται στην ασθένεια του. Το 1948 άρχισε σπουδές ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες, τις οποίες ολοκλήρωσε το 1953, χωρίς όμως να ακολουθήσει την κλινική πρακτική που απαιτείτο προκειμένου να είναι σε θέση να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του έκανε αμέτρητα ταξίδια στην νότια και στην κεντρική Αμερική στα οποία έζησε από κοντά της καταστροφικές κοινωνικές συνθήκες στις λατινοαμερικανικές χώρες. Επηρεασμένος από τις εμπειρίες αυτές, άρχισε να αχολείται όλο και περισσότερο με τον Μαρξισμό.
Γουατεμάλα
Μετά την αποφοίτησή του από την ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στη Γουατεμάλα, με ενδιάμεσους σταθμούς τη Βολιβία, το Περού, τον Παναμά, την Κόστα Ρίκα τη Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ. Την ίδια περίοδο, απέκτησε το προσωνύμιο Τσε (Che), εξαιτίας της συχνής χρήσης της λέξης che (φίλος). Στη Γουατεμάλα, ήρθε σε επαφή με πολιτικούς της κυβέρνησης του προέδρου της χώρας, Jacobo Albenz Guzmán, καθώς και με εξόριστους Κουβανούς. Όταν το 1954 επιχειρήθηκε από τη CIAη ανατροπή της κυβέρνησης του Albenz, ο Γκεβάρα συμμετείχε στην ένοπλη πολιτοφυλακή της κομμουνιστικής νεολαίας που αντιστάθηκε, ενώ τελικά ως καταζητούμενος του νέου καθεστώτος, αναζήτησε άσυλο στην πρεσβεία της Αργεντινής.
Επανάσταση στην Κούβα
Το καλοκαίρι του 1955 ο Γκεβάρα συναντά στην πόλη του Μεξικό για πρώτη φορά τον Φιντέλ Κάστρο. Ο αρχηγός των "Moνκαντίστας" είχε καταφύγει εκεί αφού είχε βγεί απο την φυλακή. Στο Μεξικό έκανε σχέδια μαζί με μια ομάδα Κουβανών του εξωτερικού (Kίνημα της 26. Ιουλίου, M-26-7) για ένοπλη αποστολή στην Κούβα. Ο Γκεβάρα συμφώνησε να τους συνοδεύσει με την ιδιότητα του γιατρού. Στις 25 Νοεμβρίου του 1956, με το πλοιάριο "Granma", ξεκίνησαν 82 επαναστάτες από το Τουξπάν του Mεξικoύ με προορισμό την Κούβα. Φτάνουν στην Κούβα στις 2 Δεκεμβρίου 1956. Η θέση του Τσε αλλάζει γρήγορα κατά τη διάρκεια του ανταρτοπολέμου. Αντιλαμβάνεται όλο και λιγότερο ως μοναδικό καθήκον του την ιατρική συμπαράσταση, ενώ όλο και πιο συχνά παίρνει μέρος στις ένοπλες δραστηριότητες τον επαναστατών. Αποδεικνύεται τόσο αποφασισμένος και ικανός στρατηγός, που σύντομα ανεβαίνει στην ιεραρχία του αντάρτικου σώματος. Είναι ο πρώτος αντάρτης, στον οποίο δίνεται το αξίωμα του "Κομαντάντε" του Επαναστατικού Στρατού της Κούβας (21 Ιουλίου 1957) και η ηγεσία της φάλαγγας II. Ετσι έχει πλέον μόνο τον Κάστρο, τον "Κομαντάντε εν Σέφε" ως ανώτερό του.
Ο Τσε με το Φιντέλ Κάστρο
Η μεγαλύτερη στρατιωτική επιτυχία του Τσε είναι η κατάκτηση της Σάντα Κλάρα στις 29 Δεκεμβρίου 1958. Είχαν περάσει δύο χρόνια ανταρτοπολέμου στην Σιέρρα Μαέστρα εναντίον του πολύ μεγαλύτερου στρατού του Μπατίστα, o οποίος δεχόταν και υποστήριξη από τις ΗΠΑ. Με την κατάκτηση της Σάντα Κλάρα όμως ο δρόμος για την πρωτεύουσα Αβάνα είναι πλέον ελεύθερος. Στις 1 Ιανουαρίου 1959 ο δικτάτορας Μπατίστα εγκαταλείπει την Κούβα.Αφού πέτυχε η Επανάσταση στην Κούβα καθιερώνεται υπό την επιρροή του Τσε Γκεβάρα ένα μαρξιστικό-λενινιστικό σύστημα. Από τότε οι ΗΠΑ επιβάλλουν στην Κούβα το στίγμα της δικτατορίας και την αποκλείουν από κάθε οικονομική δραστηριότητα. Ένα διάστημα υποστηρίζουν και κρυφές στρατιωτικές αποστολές εναντίον της νέας ηγεσίας της Κούβας (βλ. Κόλπος των Χοίρων). Η Επανάσταση της Κούβας αποτέλεσε το πρότυπο για τα απελευθερωτικά κινήματα άλλων λατινοαμερικανικών χωρών, τα οποία έχουν ως αντίπαλο δεξιές δικατορίες που για οικονομικούς λόγους απολαμβάνουν συνήθως την υποστήριξη των (ή και εξαρτώνται από τις) ΗΠΑ.Μαζί με τους Φιντέλ Κάστρο, Ραoύλ Κάστρο και Καμίλο Σιενφουέγος ο Τσε Γκεβάρα αποτελεί μετά την επανάσταση σημαντικό μέλος της νέας κουβανικής κυβέρνησης, η οποία σύντομα πραγματοποιεί ριζικές μεταρρυθμίσεις. Έτσι καθιερώνεται για παράδειγμα δωρεάν σύστημα υγείας, όπως και ένα εκπαιδευτικό συστημα που εξασφάλιζε και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (μέχρι τότε κυρίως αναλφάβητα) σχολική μόρφωση. Στην κυβέρνηση, ο Γκεβάρα υποστηρίζει περισσότερο τις κομμουνιστικές ιδέες απ' όσο ο Φιντέλ Κάστρο. Στην ακμή της πολιτικής του δραστηριότητας στην Κούβα ο Τσε είναι διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας και μετά από λίγο, για περίπου 6 μήνες, υπουργός βιομηχανίας. Στη δεκαετία του 1960 οι ιδέες του Τσε επηρεάζουν βασικά την πορεία της Κούβας, κυρίως τα σχέδια του για την οικονομία, η οποία λειτουργεί με βάση την ηθική. Μεταξύ άλλων, αλλά κυρίως και λόγω της αντίθετης στάσης των ΗΠΑ, η ηγεσία της Κούβας πλησιάζει θέλοντας και μη όλο και περισσότερο την Σοβιετική ´Ενωση. Αρχικά και ο Τσε Γκεβάρα συμφωνεί με την τακτική αυτή.
Ανταρτοπόλεμος
Επειδή δεν συμφωνεί πλέον με την πολιτική του Κάστρο σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της Κούβας με την Σοβιετική ´Ενωση, ο Τσε εγκαταλείπει την Κούβα σκοπεύοντας να μεταφέρει την επανάσταση σε όλον τον κόσμο ("Πρέπει να δημιουργήσουμε δύο, τρία, πολλά Βιετνάμ", βλ. [1] και [2]). Στράφηκε σε διάφορες χώρες, (ΛΔ Κογκό και Βολιβία) για να εφαρμόσει τις θεωρίες, αλλά και τις εμπειρίες του.
Ο Τσε νεκρός
Στην Βολιβία εγκαθίσταται με τους αντάρτες του σε ορεινή περιοχή, όπου αναπτύσσει δραστηριότητα. Οι συγκρούσεις με τον βολιβιανό στρατό είναι τακτικές. Ο Τσε καταγράφει τα βιώματά του εκείνο το διάστημα όποτε βρεί το χρόνο. Οι σημειώσεις αυτές θα εκδοθούν αργότερα σε βιβλίο. Τελικά ο Τσε Γκεβάρα και οι αντάρτες του δεν καταφέρνουν να προσελκύσουν τους φτωχούς Βολιβιανούς αγρότες και η προσπάθειά του να φέρει την επανάσταση και στην Βολιβία καταλήγει σε αποτυχία. Σίγουρα ένας σημαντικός λόγος για την αποτυχία αυτή είναι ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βολιβίας δεν τον υποστήριξε στην προσπάθειά του. Η καταδίωξη του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία είχε ως επικεφαλής τον πράκτορα της CIA, Φέλιξ Ροντρίγκεζ (Félix Rodríguez). Σε μια μάχη με τον στρατό τον Οκτώβριο του 1967, ο Γκεβάρα συνελήφθη κοντά στη Λα Χιγκέρα. Μετά από μερικές ανακρίσεις στο σχολείο του χωριού, ο αιχμάλωτος Γκεβάρα δολοφονείται στις 9 Οκτωβρίου 1967, από τον λοχία του βολιβιανού στρατού Mario Terán. Ο συγκεκριμένος διστάζει τόσο να πραγματοποιήσει την εκτέλεση του Γκεβάρα, που χρειάζεται πολλές ώρες και μεγάλη ποσότητα ποτού για να πάρει θάρρος. Το πτώμα του Γκεβάρα πρέπει να χαθεί δίχως κανένα ίχνος και θάβεται κρυφά κοντά στο αεροδρόμιο, 30 χλμ. από την Λα Χιγκέρα. Μετά τον θάνατο του ΓκεβάραΤο πτώμα του Τσε έμεινε στον μυστικό του τάφο μέχρι που ανακαλύφθηκε στις 12 Ιουλίου 1997 στο Βαγιεγκράντε της Βολιβίας. Αφού μεταφέρθηκε στην Κούβα, κηδεύτηκε στη Σάντα Κλάρα, την πόλη που ο ίδιος είχε κατακτήσει το 1958 ανοίγοντας το δρόμο για την τελική νίκη του Κάστρο.