*Άρθρο
του Δημήτρη Μανιατάκη,
Προέδρου Μανιατακείου Ιδρύματος,
στην "Ελευθερία".
Η κυβέρνηση αναμένεται να προχωρήσει άμεσα στην εφαρμογή του δεύτερου σταδίου ανάπτυξης του σχεδίου “Καποδίστριας”, ήτοι να προχωρήσει στη μεγαλύτερη δυνατή συγκέντρωση δήμων και νομαρχιών με στόχο την αποτελεσματικότερη λειτουργία τους. Αναμφισβήτητα, ο “Καποδίστριας II” θα συμβάλει στην αποκέντρωση των εξουσιών και θα δώσει μεγαλύτερο βάρος στην Τοπική Αυτοδιοίκηση πρώτου και δεύτερου βαθμού. Πρόκειται περί ενός μέτρου απόλυτα θετικού και προσαρμοσμένου στη σημερινή πραγματικότητα της περιφερειακής ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Υπάρχουν, όμως, ερωτηματικά ως προς την οργάνωση και τη μεθοδολογία εφαρμογής του μέτρου. Για παράδειγμα, αναφορικά με τη μεθοδολογία επιλογής των δήμων, βάσει ποίων κριτηρίων επιλέγεται ο αριθμός των δήμων που θα αποτελέσουν το νέο διευρυμένο; Υπάρχουν έντονες ανησυχίες ότι αυτή η επιλογή θα λάβει χώρα στη βάση των γεωγραφικών ενοτήτων και μόνο, λαμβανομένων υπ’ όψιν των στενά εννοουμένων συμφερόντων με στόχο την αποφυγή κοινωνικών τριγμών και αντιθέσεων.
Φυσικά και θα πρέπει να συνυπολογισθούν οι προτιμήσεις των άμεσα ενδιαφερόμενων πλευρών, όμως αυτό είναι το πλέον βασικό κριτήριο σε μια τόσο ουσιαστική τομή στη δομή του σύγχρονου κράτους; Ένα επιπλέον ερώτημα αφορά τη δυνατότητα των νέων δήμων για την αυτοδύναμη ανάπτυξή τους σε τομείς που άπτονται των κοινωνικών υπηρεσιών όπως τα δίκτυα, η υγεία, η εκπαίδευση κ.λπ. και του πολιτισμού. Υπάρχουν μελέτες, ουκ ολίγες, οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στα Επιχειρησιακά Σχέδια Ανάπτυξης των υπαρχόντων δήμων και που αποτελούν μια βάση προβληματισμού για την προαναφερθείσα αυτοδύναμη ανάπτυξη. Εχουν ληφθεί υπ’ όψιν αυτές οι μελέτες;
Η πολύχρονη εμπειρία στην περιφερειακή ανάπτυξη καθώς και στη Δημόσια Διοίκηση αλλά κυρίως στην ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, αναπόδραστα οδηγεί στο ότι τα προηγούμενα ερωτήματα θα πρέπει να απαντηθούν προτού υπάρξει εφαρμογή του “Καποδίστρια ΙΙ”.
Μια τεχνοκρατική επιλογή των νέων διευρυμένων δήμων και νομαρχιών είναι σίγουρο ότι θα απαντήσει ικανοποιητικά στην όποια απορία ή ακόμα και στην αγωνία των ενδιαφερόμενων δημοτών.
Αντίθετα, μια πολιτική επιλογή είναι περισσότερο από βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε μικρές ή μεγάλες περιπέτειες με το αντίστοιχο κοινωνικοοικονομικό κόστος. Ο στόχος των νέων διευρυμένων ενοτήτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση θα πρέπει να είναι η μεγιστοποίηση της σχέσης κόστους/ωφελειών για το δημότη.
Ο δημότης, δηλαδή, με το μικρότερο δυνατό κόστος θα πρέπει να απολαμβάνει τη μέγιστη ωφέλεια από το δήμο ή τη νομαρχία.
Σήμερα είναι ελάχιστες αυτές οι ενότητες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που προσφέρουν το μέγιστο της ωφελείας. Συνήθως ο πολίτης προσέρχεται στις υπηρεσίες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την πεποίθηση ότι είναι ένας ακόμα μοχλός της κρατικής γραφειοκρατίας. Αυτό συμβαίνει τις περισσότερες φορές, διότι ο δήμος είναι αναποτελεσματικός, λόγω της αδυναμίας του να είναι οικονομικά βιώσιμος στη σημερινή πραγματικότητα. Χρειάζεται, λοιπόν, ειδικά όταν γίνεται λόγος για οικονομική αυτοτέλεια των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, να εξευρεθεί τρόπος που να εξασφαλίζονται τα απαιτούμενα έσοδα σε επίπεδο ΟΤΑ.
Η δημιουργία ενοτήτων Τοπικής Αυτοδιοίκησης οικονομικά βιώσιμων, άρα και αποτελεσματικών στην παροχή υπηρεσιών προς τον πολίτη, είναι δυνατή αρκεί να υπάρχουν η κατάλληλη μεθοδολογία, υποδομή και φυσικά η αντίστοιχη βούληση. Ετσι, στο παρόν στάδιο προπαρασκευής των νέων ενοτήτων, θα πρέπει να υπάρξει μια συνολική αντιμετώπιση βάσει της επιχειρησιακής ανάλυσης καθώς και του γραμμικού προγραμματισμού με στόχο την μεγιστοποίηση της σχέσης κόστους/ωφελείας που προαναφέρθηκε.
Επίσης θα πρέπει σε κάθε νέα ενότητα να εκτιμηθούν grosso modo οι δυνατότητες ανάπτυξης των ιδίων πόρων προς όφελος του δήμου.
Στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να επαναπροσδιορισθεί η ροή των εσόδων υπέρ δήμου, έτσι ώστε να καλύπτει τις λειτουργικές ανάγκες του νέου δήμου και να ανακατανεμηθεί το προσωπικό βάσει των αναγκών ανάπτυξης και καλύτερης παροχής υπηρεσιών με κριτήρια παραγωγικότητας.
Η ανακατανομή των υπηρεσιών του δήμου θα πρέπει να λάβει χώρα κυρίως σε οριζόντια διάρθρωση παρά σε κάθετη, θα πρέπει, δηλαδή, να ανταποκρίνεται μέχρι και σε επίπεδο οικισμού, προκειμένου να αυξηθεί στο έπακρον η παροχή υπηρεσιών. Επίσης θα πρέπει να προσδιορισθούν οι δυνατότητες του κάθε νέου Δήμου σε ό,τι αφορά την περιουσία του και δη την ακίνητη, προκειμένου να υπάρξει αξιοποίησή της προς όφελος των πολιτών και ειδικά σε ό,τι αφορά την υγεία, την παιδεία και τον πολιτισμό. Θεωρητικά αυτές οι ενέργειες είναι εφικτές και σε σύντομο χρόνο υλοποιήσιμες εάν αξιοποιηθούν τα υφιστάμενα Επιχειρηματικά Σχέδια.
Οι νέοι Δήμοι θα πρέπεινα είναι αυτοδύναμοι, τουλάχιστον στο κόστος λειτουργίας τους, να παρέχουν πλήρεις υπηρεσίες στους δημότες στη βάση των αποκεντρωμένων υπηρεσιών και φυσικά θα πρέπει να φροντίζουν για την ύπαρξη πρόσθετων πόρων με στόχο την ανακατανομή υπέρ των δημοτών. Μόνο έτσι υπάρχει πιθανότητα για την ανάπτυξη της ελληνικής επαρχίας με στόχο την αποσυμφόρηση της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και την ομαλότερη ανάπτυξη όλης της χώρας.