Αντίθετη στις Συνταγματικές διατάξεις και στις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρίνει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με την υπ' αριθμ. 1/2009 γνωμοδότησή της, την τροπολογία του υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία ψηφίστηκε ήδη από τη Βουλή, που επιτρέπει τη λειτουργία καμερών στους δημόσιους χώρους.
Μεταξύ των άλλων, στη γνωμοδότηση της Αρχής αναφέρεται:..............
«Η προτεινόμενη διάταξη αποτελεί μια αρνητική άλλως αποθετική ρύθμιση, η οποία αφενός αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 2472/1997 και κατά συνεκδοχή την εποπτική αρμοδιότητα της Αρχής σε ένα ευρύ πεδίο της κρατικής δράσης και, αφετέρου, αφήνει εντελώς αρρύθμιστη την επεξεργασία από δημόσιες αρχές προσωπικών δεδομένων, που θα συλλέγονται μέσω κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης εγκατεστημένων σε δημόσιους χώρους.
Με τη ρύθμιση αυτή καθίσταται αναποτελεσματική η προστασία των προσωπικών δεδομένων, επειδή η πρόταση δεν αναφέρει όρια, κριτήρια ή εξειδικευμένες δράσεις της δημόσιας αρχής και συνεπώς αφήνει ανυπεράσπιστο το υποκείμενο του δικαιώματος. Για τους λόγους αυτούς η προτεινόμενη ρύθμιση δεν εναρμονίζεται με το Σύνταγμα και τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις.
Η διάταξη περιορίζεται να εξαιρέσει από την εφαρμογή του Ν. 2472/97 και τον έλεγχο της Αρχής τη λειτουργία συσκευών καταγραφής ήχου ή και εικόνας σε δημόσιους χώρους. Με το περιεχόμενο αυτό έχει χαρακτήρα αποθετικής ρύθμισης που δεν επιτρέπει στην Αρχή να διατυπώσει εποικοδομητικές προτάσεις. Συγχρόνως ο αρνητικός χαρακτήρας της ρύθμισης, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της πάγιας νομολογίας του ΕΔΔΑ για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του νόμου, που περιορίζει ένα ατομικό δικαίωμα.
Ειδικότερα, η τροπολογία δεν χαρακτηρίζεται για την προβλεψιμότητα των συνεπειών της, εφόσον δεν περιέχει σαφείς και λεπτομερείς διατάξεις ως προς τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, ώστε να παρέχονται στα υποκείμενα των δεδομένων επαρκείς εγγυήσεις κατά αυθαίρετων ή καταχρηστικών ενεργειών.
Απαιτείται εξειδίκευση του σκοπού της επεξεργασίας και δεν αρκεί η γενική αναφορά στη διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας για την προστασία προσώπων και πραγμάτων. Παράδειγμα εξειδικευμένου σκοπού θα μπορούσε να είναι η αποτροπή των εγκλημάτων κατά τη ζωής, της προσωπικής ελευθερίας και της ιδιοκτησίας.
Η εξειδίκευση του σκοπού είναι απαραίτητη για τον έλεγχο τήρησης της κατοχυρωμένης από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ αρχής της αναλογικότητας, αν, δηλαδή, τα εφαρμοζόμενα μέτρα βιντεοεπιτήρησης, που συνεπάγονται επέμβαση από την κρατική εξουσία στην ιδιωτική ζωή και περιορισμό στο δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων, τελούν σε πρόδηλη λογική συνάφεια με το σκοπό και είναι πρόσφορα και αναγκαία για την επίτευξή του.
Δεν προβλέπονται συγκεκριμένα κριτήρια επικινδυνότητας (όπως για παράδειγμα αυξημένη εγκληματικότητα σε μία συγκεκριμένη περιοχή, χώροι και κτίρια που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας), βάσει των οποίων θα αποφασίζεται η εγκατάσταση και λειτουργία κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης σε δημόσιους χώρους.
Δεν προβλέπεται έκδοση προηγούμενης διοικητικής πράξης για την εγκατάσταση των εικονοληπτών σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, ώστε να εξασφαλίζεται αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, ιδίως για τα πρόσωπα εκείνα που δεν διαπράττουν ποινικά αδικήματα και δεν άγεται τελικά η υπόθεση ενώπιον ποινικών δικαστηρίων.
Η τροπολογία προβλέπει μόνο το χρόνο τήρησης των συλλεγέντων δεδομένων (επτά ημέρες) και τη διαδικασία καταστροφής τους, ενώ δεν περιέχει ρυθμίσεις για τη συλλογή, αποθήκευση, χρήση και διαβίβαση των δεδομένων. Η έλλειψη αυτή προκαλεί ζητήματα επάρκειας της ρύθμισης από απόψεως σεβασμού της νομολογίας του ΕΔΔΑ για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που οφείλει να έχει μία νομοθετική διάταξη, η οποία ενέχει προσβολή του προστατευόμενου από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ δικαιώματος τη ιδιωτικής ζωής.
Τέλος, αλλά όχι και τελευταία παρατήρηση από απόψεως σπουδαιότητας, η αφαίρεση από την ελεγκτική αρμοδιότητα της Αρχής, ενός μεγάλου και ευαίσθητου τομέα κρατικής δράσης, προσβάλει τον πυρήνα του άρθρου 9Α του Συντάγματος και μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν είναι συμβατή με το άρθρο 8 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, όπως τούτο ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου».