Έχει η χώρα μας τις καθαρότερες θάλασσες; Ναι, τις έχει, αποφαίνονται οι επιστήμονες, αλλά χτυπούν και το καμπανάκι. Ανεπιθύμητοι κολυμβητές της παρέας των... εντεροκόκκων φαίνεται ότι συχνάζουν όλο και συχνότερα στις ακτές της ηπειρωτικής κυρίως Ελλάδας...
Οι ελληνικές θάλασσες, σύμφωνα με τις μετρήσεις, πληρούν στη συντριπτική πλειονότητά τους τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι εθνικές και κοινοτικές οδηγίες σε ό,τι αφορά τη μικροβιακή επιβάρυνση και έτσι έχουν λάβει δικαίως τον τίτλο των καθαρότερων.
Ωστόσο πρέπει να προσέχουμε για να συνεχίσουμε να έχουμε (καθαρές θάλασσες) και μαζί με αυτές να εξακολουθούμε να κατέχουμε τον τίτλο της χώρας με το απέραντο και κατάλληλο για κολύμβηση γαλάζιο. Την προειδοποίηση αυτή απευθύνουν ερευνητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας μέσω μιας νέας διαχρονικής μελέτης που «χαρτογραφεί» τα ελληνικά θαλάσσια ύδατα με τη μεγαλύτερη (αν και πάντα εντός ορίων) μικροβιακή επιβάρυνση.
Σύμφωνα με τους ειδικούς που διεξήγαγαν τη μελέτη, είναι..........
σημαντικό να μη συνεχιστούν οι ανοδικές τάσεις της μικροβιακής επιβάρυνσης των θαλασσών μας ώστε να μην κοιτάμε κάποτε τις ελληνικές θάλασσες μόνο με... τα κιάλια.
Η μελέτη
Η μελέτη που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το μέλλον των ελληνικών θαλασσών έχει ήδη δημοσιευθεί στον δικτυακό τόπο του επιστημονικού περιοδικού «Journal of Water and Ηealth» (η έντυπη δημοσίευσή της αναμένεται να γίνει στο τεύχος Σεπτεμβρίου του περιοδικού) και στοιχεία της οποίας παρουσιάστηκαν στο "ΒΗΜΑ", διεξήχθη από ερευνητές του Εργαστηρίου Υγιεινής και Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (Π. Παπαστεργίου, Βαρβάρα Μουχτούρη, Μαρία Καρανίκα, Ελίνα Κωσταρά ,Φωτεινή Κολοκυθοπούλου, Ν. Μπιτσόλας, Αγγ. Παπαϊωάννου) με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Υγιεινής και Επιδημιολογίας κ. Χρ. Χατζηχριστοδούλου.
Τα ευρήματα βασίστηκαν σε ανάλυση της ποιότητας των ελληνικών θαλάσσιων υδάτων για μια περίοδο 10 ετών (από το 1997 ως το 2006) με γνώμονα τα στοιχεία που συλλέγει ετησίως το υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΥΠΕΧΩΔΕ). Όπως ανέφερε ο κ. Χατζηχριστοδούλου στο «Βήμα», το κεντρικό μήνυμα της μελέτης είναι ότι «έχουμε τις καθαρότερες ακτές στην Ελλάδα αλλά οφείλουμε να προσέξουμε ώστε να τις διατηρήσουμε, διότι οι τάσεις σε ό,τι αφορά τη μικροβιακή επιβάρυνση ορισμένων παραλιών της χώρας μας στέλνουν προειδοποιητικά μηνύματα».
Για τη διεξαγωγή της μελέτης έγινε καταχώριση σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων του συνόλου των μετρήσεων σχετικά με την ποιότητα των θαλασσίων υδάτων που έκανε το ΥΠΕΧΩΔΕ μεταξύ του 1997 και του 2006- περιελήφθησαν 231.205 μετρήσεις. Από αυτή την εξονυχιστική ανάλυση προέκυψε ότι οι ελληνικές ακτές παραμένουν σε ποσοστό που αγγίζει το 99% καθαρές (για την ακρίβεια εξαιρετικής ποιότητας), με τις τιμές των μικροβιακών παραμέτρων να βρίσκονται πολύ κάτω από τα προβλεπόμενα όρια της εθνικής και της κοινοτικής νομοθεσίας.
Ποιοι είναι οι «ύποπτοι»
Αφού όλα φαίνονται λοιπόν τόσο ρόδινα, ή μάλλον τόσο... γαλάζια, ποιο είναι το προειδοποιητικό μήνυμα που μας στέλνουν τα θαλάσσια νερά της χώρας μας; Κατά τη δεκαετία στην οποία βασίζεται η μελέτη εμφανίζεται μια μικρή αλλά σταθερή αύξηση της συγκέντρωσης μικροβιακών δεικτών μόλυνσης και συγκεκριμένα εντερόκοκκων στο θαλασσινό νερό η οποία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι ερευνητές,«εγείρει ανησυχία και προβληματισμό για το μέλλον της ποιότητας των ελληνικών ακτών αναψυχής».
Οι έλληνες επιστήμονες εξέτασαν συγκεκριμένα ομάδες μικροβίων που χρησιμοποιούνται ευρέως ως δείκτες μικροβιακής μόλυνσης για τον έλεγχο της υγιεινής του νερού: μελετήθηκαν τα ολικά κολοβακτηριοειδή, τα θερμοανθεκτικά κολοβακτηριοειδή, το βακτήριο Ε. coli καθώς και οι εντερόκοκκοι.
Ο κ. Χατζηχριστοδούλου εξηγεί ότι από όλους αυτούς τους δείκτες ο πιο σταθερός που χρησιμοποιείται ευρέως για τον έλεγχο των θαλασσίων υδάτων είναι οι εντερόκοκκοι. «Οι εντερόκοκκοι αποτελούν έναν δείκτη που μαρτυρεί ότι υπάρχει κοπρανώδης μόλυνση στα ύδατα είτε ζωικής είτε ανθρώπινης προέλευσης. Η ύπαρξή του συνδέεται με την παρουσία και άλλων παθογόνων οργανισμών στο νερό όπως είναι η σαλμονέλα, διάφορα παράσιτα ή ιοί που προκαλούν κυρίως γαστρεντερίτιδα».
Σημειωτέον ότι οι πιο συνηθισμένοι εντερόκοκκοι είναι ο Ε.faecalis καθώς και ο Ε.faecium. Αυτού του είδους οι οργανισμοί αποτελούν συχνά «κατοίκους» της φυσιολογικής χλωρίδας του γαστρεντερικού συστήματος του ανθρώπου. Τα κύρια χαρακτηριστικά τους είναι ότι έχουν την ικανότητα να προσκολλώνται στις καρδιακές βαλβίδες και στα κύτταρα του ουροποιητικού συστήματος, ενώ την ίδια στιγμή εμφανίζουν ανθεκτικότητα σε πολλά αντιβιοτικά όπως οι κεφαλοσπορίνες.
Προκαλούν κυρίως ουρολοιμώξεις, ενδοκαρδίτιδες, ενδοκοιλιακές και πυελικές λοιμώξεις και σπανιότερα λοιμώξεις τραυμάτων και εγκαυμάτων, μηνιγγίτιδα και νεογνική σήψη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των μετρήσεων ποιότητας των υδάτων του ΥΠΕΧΩΔΕ, στο σύνολό τους οι μικροβιολογικές παράμετροι πληρούσαν τα επιθυμητά όρια της εθνικής νομοθεσίας και των κοινοτικών οδηγιών (για τους εντερόκοκκους τα όρια είναι 100 cfu/100 ml νερού- όπου ως cfu ορίζονται οι αποικίες των μικροοργανισμών-, για το Ε.coli τα 250 cfu/100 ml, για τα ολικά κολοβακτηριοειδή τα 500 cfu/100ml και για τα θερμοανθεκτικά κολοβακτηριοειδή τα 100 cfu/100 ml).
Ωστόσο οι ερευνητές, προκειμένου να εξαγάγουν συμπεράσματα σχετικά με την εκτίμηση κινδύνου για την κάθε ακτή, δημιούργησαν νέα όρια, χαμηλότερα από εκείνα που ορίζουν οι εθνικές και κοινοτικές νομοθεσίες. Τα όρια αυτά ήταν τα 30 cfu/100 ml για τους εντερόκοκκους, τα 80 cfu/100 ml για το Ε. coli, τα 150 cfu/100 ml για τα ολικά κολοβακτηριοειδή και τα 100 cfu/100 ml για τα θερμοανθεκτικά κολοβακτηριοειδή.
Σταδιακή αύξηση τιμών
Με βάση τη νέα «αυστηρότερη» ανάλυση, διαπιστώθηκε μια σταδιακή αύξηση στην ετήσια κατανομή του μέσου όρου συγκέντρωσης εντερόκοκκων στα θαλάσσια ύδατα μέσα στο διάστημα 1997-2006, ενώ δεν κατεγράφη κάποια άλλη παρόμοια τάση στις υπόλοιπες μικροβιακές παραμέτρους. Είναι επίσης αισιόδοξο το γεγονός ότι στην ίδια περίοδο δεν υπήρξαν αυξητικές τάσεις σε άλλες παραμέτρους όπως είναι η παρουσία επιπλεόντων υλικών, φυκών, ορυκτελαίων, πίσσας, μεδουσών, απορρυπαντικών, φαινολών και σκουπιδιών.
Στη μελέτη σημειώνεται πάντως ότι«οι εντερόκοκκοι αποτελούν τον καλύτερο βακτηριακό δείκτη για την εκτίμηση της κοπρανώδους μόλυνσης στα θαλασσινά ύδατα και της έκφρασης του σχετικού κινδύνου της κοπρανώδους μόλυνσης με τα υδατογενή νοσήματα. Έτσι, παρά τις χαμηλές τιμές που παρατηρούνται σήμερα, η αυξητική τάση των εντερόκοκκων αν συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια μόνο ανησυχία και προβληματισμό μπορεί να δημιουργήσει για το μέλλον της ποιότητας των ελληνικών θαλασσών».
Η ανάλυση οδήγησε στην απεικόνιση των ακτών κολύμβησης στην Ελλάδα με τη χρήση χαρτών γεωγραφικού συστήματος πληροφορικής (GΙS). Στόχος των ερευνητών ήταν να γίνει διαχρονική παρακολούθηση ευρύτερων γεωγραφικών περιοχών της χώρας μας, κάτι που, σύμφωνα με τον επικεφαλής της μελέτης, αποτελεί «κλειδί» μακροπρόθεσμα για την προστασία των ακτών μας.
Από αυτή την απεικόνιση προκύπτει ότι oι νησιωτικές περιοχές της χώρας (με εξαίρεση κάποιους δήμους της κεντρικής Βόρειας Κρήτης) διαθέτουν συγκριτικά τις χαμηλότερες συγκεντρώσεις των μικροβιακών δεικτών μόλυνσης και κατ΄ επέκταση τις πιο καθαρές ακτές. Στο σύνολο της χώρας οι υψηλότερες μέσες τιμές μικροβιακής επιβάρυνσης παρατηρήθηκαν στις θαλάσσιες περιοχές της Δυτικής Πελοποννήσου, του Κορινθιακού κόλπου, του Πατραϊκού κόλπου, του Αργοσαρωνικού, της κεντρικής Βόρειας Κρήτης, του Παγασητικού, της Ανατολικής Αττικής και της Βόρειας Ρόδου.
Οι ερευνητές κατέγραψαν, όμως, και τις παραμέτρους που φάνηκε να συνδέονται με αυξημένη παρουσία όλων των μικροβιακών δεικτών στο θαλασσινό νερό. Αυτές ήταν η παρουσία φαινόλης, σκουπιδιών, βροχόπτωσης την προηγούμενη και την ίδια ημέρα δειγματοληψίας, καθώς και η παρουσία έντονα κυματώδους κατάστασης της θάλασσας.
Εχθρός η βροχή
Μπορεί μια βροχούλα μέσα στο καλοκαίρι να είναι δροσιστική, αλλά για τη θάλασσα και τους λουόμενους αποτελεί «εχθρό». Και αυτό διότι, όπως εξηγεί ο κ. Χατζηχριστοδούλου, «η βροχή εκπλένει χώματα, κοπριά και σκουπίδια από τη στεριά που τελικά καταλήγουν στη θάλασσα, αυξάνοντας έτσι το μικροβιακό της φορτίο. Σημαντική διαπίστωση αποτελεί ότι η βροχόπτωση την προηγούμενη της δειγματοληψίας ημέρα επηρέαζε περισσότερο τις τιμές των βακτηριακών δεικτών μόλυνσης σε σχέση με τη βροχόπτωση την ημέρα της δειγματοληψίας».
Μπορεί επίσης σε κάποιους να αρέσει να παίζουν με τα κύματα τις ημέρες που η θάλασσα είναι αγριεμένη, ωστόσο, όπως προέκυψε από τα στοιχεία, όταν υπάρχει έντονος κυματισμός στη θάλασσα χώμα και ίζημα από την ακτογραμμή εκπλένονται στο νερό.«Επιπλέον», υπογραμμίζει ο καθηγητής,«ευνοείται η δημιουργία θολερότητας που προσφέρει αυξημένη προστασία στα μικρόβια του νερού από τη βλαβερή δράση της ηλιακής ακτινοβολίας.
Σήμερα θεωρείται επιστημονικά αποδεκτό ότι τα θολά ύδατα σχετίζονται συνήθως με υψηλότερες μικροβιακές συγκεντρώσεις σε σχέση με τα διάφανα». Διεθνείς μελέτες δείχνουν ότι γενικώς η άμμος αποτελεί ευνοϊκό περιβάλλον για τα μικρόβια και κατ΄ επέκταση μια πιθανή πηγή παθογόνων οργανισμών στα νερά. Έτσι η ανάδευση των υδάτων με την άμμο εξαιτίας του κυματισμού μπορεί να αυξάνει το μικροβιακό φορτίο στα ύδατα.
Αν πάλι η θάλασσα έχει δυσάρεστη οσμή, τότε αυτό συνδέεται πιθανότατα με την παρουσία φαινόλης, μιας άχρωμης ουσίας με χαρακτηριστική μυρωδιά που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία- κυρίως των πλαστικών- και από εκεί καταλήγει στο περιβάλλον μέσω των βιομηχανικών αποβλήτων. Η παρουσία φαινόλης φάνηκε από τη μελέτη να σχετίζεται με αυξημένη παρουσία όλων των βακτηριακών δεικτών κοπρανώδους μόλυνσης.
Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι στις μετρήσεις του ΥΠΕΧΩΔΕ τις οποίες ανέλυσαν οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, η παρουσία της φαινόλης στην πραγματικότητα αναπαριστούσε την οσμή της φαινόλης ή γενικά δυσάρεστη οσμή στη θάλασσα. Και αυτό διότι από τα στοιχεία δεν προέκυψε ότι οι αρμόδιοι φορείς προχωρούσαν σε εργαστηριακό προσδιορισμό για την επιβεβαίωση ύπαρξης της ουσίας με κάποια μέθοδο.
Είναι ευνόητο ότι η παρουσία σκουπιδιών στην ακτή δεν μπορεί παρά να αποτελεί πηγή μόλυνσης, κάτι που έδειξε και η συγκεκριμένη μελέτη. Το ίδιο φάνηκε να ισχύει και για τα ορυκτέλαια τα οποία σχετίζονταν με αυξημένη παρουσία σχεδόν όλων των βακτηριακών δεικτών μόλυνσης.
Ο «δείκτης» μέδουσα
Συνηθίζουμε να λέμε ότι όπου υπάρχουν μέδουσες τα νερά είναι καθαρά. Ωστόσο η παρουσία μεδουσών, σύμφωνα με τα ευρήματα, φάνηκε να σχετίζεται με αυξημένη παρουσία ορισμένων μικροβιακών δεικτών όπως τα ολικά κολοβακτηριοειδή και οι εντερόκοκκοι. Την ίδια στιγμή, όμως, συνδεόταν με μειωμένες τιμές των Ε.coli και των θερμοανθεκτικών κολοβακτηριοειδών στα θαλασσινά ύδατα.
Πάντως, σύμφωνα με τον επικεφαλής της μελέτης, αν λάβουμε υπόψη ότι οι εντερόκοκκοι αποτελούν τον καλύτερο βακτηριακό δείκτη μόλυνσης στη θάλασσα,«πρέπει να θεωρήσουμε ότι η παρουσία των μεδουσών αποτελεί μάλλον δείκτη μικροβιακής μόλυνσης άρα και ένδειξη αυξημένης παρουσίας των μικροβίων στο θαλασσινό νερό».
Καυτός Αύγουστος
Ένα άλλο ενδιαφέρον συμπέρασμα που εξήχθη από τη μελέτη ήταν ότι υπήρχε σταδιακή αύξηση του μέσου όρου των συγκεντρώσεων βακτηριακών δεικτών μόλυνσης μετά τον μήνα Μάιο, με τις μέγιστες τιμές να παρατηρούνται τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο. Ο κ. Χατζηχριστοδούλου σχολιάζει ότι«με δεδομένο πως η κολυμβητική περίοδος στη χώρα μας τοποθετείται χρονικά κατά το διάστημα από τον Μάιο ως τον Οκτώβριο, η σταδιακή αύξηση της συγκέντρωσης των μικροβιακών δεικτών μόλυνσης αυτή την περίοδο μπορεί να ερμηνευθεί μόνο από την προσέλευση μεγάλου αριθμού κολυμβητών στις παραλίες».
Σε ό,τι αφορά τις υψηλότερες τιμές μικροβιακών δεικτών που παρατηρούνται τον Αύγουστο, σύμφωνα με τον ερευνητή,«αυτές θα πρέπει να αποδοθούν στο ότι ο συγκεκριμένος μήνας είναι εκείνος των παραδοσιακών διακοπών των Ελλήνων αλλά και της προσέλευσης του μεγαλύτερου όγκου ξένων τουριστών. Λογικά, λόγω της έντονης ηλιακής ακτινοβολίας τον Αύγουστο- η υπεριώδης ακτινοβολία δρα ως βακτηριοκτόνο-, αλλά και της απουσίας βροχοπτώσεων οι οποίες, όπως φάνηκε, αυξάνουν τις συγκεντρώσεις μικροβιακών δεικτών, θα έπρεπε οι τιμές τους να είναι χαμηλές. Βλέπουμε, όμως, να συμβαίνει το αντίθετο» .
Έτσι ενισχύεται η άποψη ότι κατά τους καλοκαιρινούς μήνες με την έντονη ηλιοφάνεια ο σημαντικότερος παράγοντας μόλυνσης των θαλασσινών υδάτων είναι πιθανώς οι ίδιοι οι λουόμενοι. Σε ό,τι αφορά την έξαρση των μικροβιακών δεικτών που παρατηρείται τον Οκτώβριο, πρέπει να αποδοθεί στις φθινοπωρινές βροχές που ξεκινούν από αυτόν τον μήνα στις περισσότερες περιοχές της χώρας μας, λέει ο καθηγητής.
Η Ελλάδα διαθέτει 16.000 χιλιόμετρα ακτών, ενώ το 60% των κατοίκων της ζει σε παράκτιες περιοχές. Την ίδια στιγμή το 90% των τουριστικών επενδύσεων βρίσκεται σε παράκτιες ζώνες, μια λογική απόρροια του τουρισμού που δίνει πνοή στη χώρα μας. Αυτά τα ποσοστά από μόνα τους, όμως, είναι αρκετά για να δείξουν πόση προσοχή χρειάζεται ώστε οι ακτές μας να παραμείνουν «φιλόξενες» για τους κατοίκους τους και να συνεχίσουν παράλληλα να αποτελούν πόλο έλξης για τους επισκέπτες.
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε ότι η Μεσόγειος αποτελεί μια λεκάνη στην οποία πολλοί φέρονται αλόγιστα σαν να ήταν ένας τεράστιος υδάτινος «σκουπιδότοπος», κατανοούμε εύκολα το μέγεθος του κινδύνου. Εκτιμάται ότι το 85% των αστικών λυμάτων από 120 παράκτιες μεσογειακές πόλεις πέφτουν στη θάλασσα χωρίς επεξεργασία- ας μην ξεχάσουμε σε αυτό να προσθέσουμε τη «γαρνιτούρα» χιλιάδων τόνων φαινολών, χημικών αποβλήτων, υδραργύρου, μολύβδου, χρωμίου, ψευδαργύρου και πετρελαιοειδών που καταλήγουν στο... μεγάλο γαλάζιο της θάλασσας που αποτελεί ουσιαστικά το σπίτι μας.
Σύμφωνα με τον κ. Χατζηχριστοδούλου, το μέλλον σε ό,τι αφορά την προστασία των θαλασσών μας είναι το να βασιζόμαστε σε ιστορικά δεδομένα για την κάθε ακτή και με βάση αυτά να κάνουμε εκτίμηση κινδύνου, δημιουργώντας παράλληλα το «προφίλ» της κάθε παραλίας που προσφέρεται για κολύμπι.«Έχουμε τις καθαρότερες ακτές, πρέπει να προσέξουμε όμως για να παραμείνουν καθαρές»είναι το μήνυμα του καθηγητή. Ελπίζουμε να φθάσει εις.... ώτα ακουόντων.
Μεσσηνία
Όπως γράφει σήμερα το "ΘΑΡΡΟΣ", "Ως έναν από τους πιο καθαρούς κόλπους στον ελλαδικό χώρο χαρακτήρισαν το Μεσσηνιακό οι επιστήμονες του ΕΛΚΕΘΕ.
Μοναδική… παραφωνία γι’ αυτούς αποτελούν δύο περιοχές, το βόρειο τμήμα κοντά στην Καλαμάτα, από το Βιολογικό Καθαρισμό έως τη Σάντοβα, και στη Λογγά του Δήμου Αίπειας.
Σύμφωνα δε με μελέτη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, αν και η μικροβιακή επιβάρυνση στις θαλάσσιες περιοχές της Μεσσηνίας είναι σε γενικές γραμμές ικανοποιητική, οι υψηλότερες μέσες τιμές παρατηρήθηκαν στις περιοχές της Κορώνης, Πύλου και στον Κυπαρισσιακό Κόλπο...
Σύμφωνα με τη μελέτη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, η μικροβιακή επιβάρυνση στις θαλάσσιες περιοχές της Μεσσηνίας είναι σε γενικές γραμμές ικανοποιητική.
Οι υψηλότερες μέσες τιμές μικροβιακής επιβάρυνσης παρατηρήθηκαν στις θαλάσσιες περιοχές της Κορώνης, Πύλου και στον Κυπαρισσιακό Κόλπο.".