Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ "ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΣ" - Ο ΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΩΣ "ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ" ΤΗΣ ΛΗΣΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ALPHA BANK ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ ΜΑΥΡΙΚΗΣ, ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ..



Το όνομά του βρίσκεται στο προσκήνιο της επικαιρότητας τις τελευταίες ημέρες. Είναι ο άνθρωπος που κατηγορείται ως βασικός ύποπτος για τη ληστεία της 30ής Οκτωβρίου στο υποκατάστημα της Alpha Bank στην Καλαμάτα με λεία 400.000 ευρώ, ενώ η Αστυνομική Διεύθυνση Μεσσηνίας έχει εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό, για να τον συλλάβει.
Εις βάρος του πλέον εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης.

Ο 52χρονος Νικήτας Μαυρίκης παραχώρησε συνέντευξη στην «Επικαιρότητα», για να θέσει την άποψή του σχετικά με την κατηγορία που του προσάπτουν.

Πρώην αστυφύλακας και με 16 συνολικά χρόνια από τη ζωή του στις φυλακές ο Ν. Μαυρίκης επικοινώνησε τηλεφωνικά με την εφημερίδα μας και ζήτησε να μιλήσει για τα γεγονότα.

Το ραντεβού πραγματοποιήθηκε την περασμένη Πέμπτη, 20 Νοεμβρίου, σε καφέ στην Αθήνα την ημέρα που εκδόθηκε το ένταλμα για τη σύλληψή του.

Αρχικά το ραντεβού κλείστηκε στο καφέ «Ciao» στη λεωφόρο Συγγρού, δίπλα στον Άγιο Σώστη.

Όμως, στην πορεία ο τόπος συνάντησης άλλαξε και τελικά η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο «Flo Café» στον Άγιο Σώστη.

Δημοσιογράφος: Τι κάνεις κ. Μαυρίκη;
Νικήτας Μαυρίκης: Είμαι κυνηγημένος…
Δημ.: Γιατί σε κυνηγάνε;
Ν.Μ.: Γιατί με λένε Νικήτα Μαυρίκη.
Δημ.: Αυτό δηλαδή πού συμβάλλει; Γιατί βγήκε αυτό τώρα;
Ν.Μ.: Επειδή έχω ένα παρελθόν.
Δημ.: Στην Καλαμάτα λένε ότι, εσύ έχεις κάνει τη ληστεία στην Alpha Bank. Αυτό έχουν αφήσει να εννοηθεί έξω στον κόσμο. Στην εφημερίδα παίξαμε και τo δικό σου όνομα. Τα αρχικά, βέβαια…
Ν.Μ.: Κοίταξε να δεις. Ό,τι και να γινόταν στην Καλαμάτα, από τη στιγμή που ήμουν εκεί, θα ήμουν ο βασικός ύποπτος. Όπως είμαι και στην εφημερίδα. Λοιπόν, δικαίωμα της Αστυνομίας και υποχρέωσή της είναι να με θεωρεί ύποπτο και να κάνει τις έρευνές της. Από εκεί μέχρι αυτό το κυνηγητό, που έχουν εξαπολύσει εναντίον μου με υποθέσεις και εικασίες, υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά κι εγώ αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ να προστατευτώ νομικά. Γι’ αυτό κι επέλεξα αυτόν τον τρόπο, να αποφεύγω προς το παρόν, γιατί είναι το πάθος πολύ και η πίεση τεράστια, χωρίς να υπάρχουν πραγματικά στοιχεία εναντίον μου, κατά την άποψή μου. Δεν ξέρω, εσείς σαν δημοσιογράφος, αν έχετε υπ’ όψη σας κάποια στοιχεία…
Δημ.: Όχι, κάποια στοιχεία συγκεκριμένα δεν έχω. Δεν μου έχουν δοθεί στοιχεία. Απλώς, βρήκαν κάποια πράγματα στο σπίτι σου. Κάποια μπαγκαζιέρα… Αυτά έχω μάθει.
Ν.Μ.: Αυτήν τη στιγμή μιλάτε μ’ έναν ύποπτο. Λογικό αυτό. Βρέθηκαν αυτά τα στοιχεία στο σπίτι του πατέρα μου, το οποίο δεν είναι ακριβώς του πατέρα μου. Είναι σπίτι στο οποίο έχουν πρόσβαση όλα τα αδέλφια. Δεν ανήκει νομικά το σπίτι στη δική μου οικογένεια. Είναι σπίτι που μας έχουν παραχωρήσει τα υπόλοιπα αδέλφια κι έχουμε φτιάξει δύο δωμάτια, στα οποία μένει η άρρωστη μητέρα μου, η οποία είναι σε πολύ τραγική κατάσταση. Υπάρχει ένα υπόγειο από κάτω, το οποίο είναι προσβάσιμο και ανοιχτό στους πάντες, δεν είναι κατοικήσιμο. Τα καταγώγια, που λέμε. Είναι ανοιχτό. Αν δεν ήξερα πως έχει συμβεί αυτό - και το έμαθα εκ των υστέρων μετά από το κυνηγητό που γίνεται - θα έλεγα ότι, το έβαλαν κάποιοι, για να μ’ ενοχοποιήσουν. Αυτά τα δύο αντικείμενα δίνουν μια ένδειξη πολύ ασαφή ότι, μπορεί να ήμουν εγώ ο δράστης της ληστείας.
Δημ.: Συγνώμη που σε διακόπτω, πρόκειται για μία μπαγκαζιέρα κι ένα κράνος.
Ν.Μ.: Αυτά δεν τά ‘χω δει καν! Και είμαι σίγουρος ότι, δεν έχουν πάνω ούτε γενετικό υλικό δικό μου, ούτε αποτυπώματά μου. Δεν τά ‘χω δει, πόσο μάλλον να τά ‘χω αγγίξει. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Η μάνα μου (η γυναίκα ταράχτηκε, της αναστάτωσαν τα πράγματα… ) θυμήθηκε ότι, αυτά τα είχε βρει ο πατέρας μου πεταμένα στον κήπο και τα είδε έτσι, καινούργια, όχι ακριβώς καινούργια, χρήσιμα να το πούμε έτσι και τα μάζεψε.
Δημ.: Πριν πόσο καιρό;
Ν.Μ.: Λίγο πριν πεθάνει.
Δημ.: Ο πατέρας σου έχει πεθάνει;
Ν.Μ.: Ο πατέρας μου πέθανε πέντε μέρες πριν από την πράξη (σ.σ. τη ληστεία). Δεν θυμάμαι ακριβώς.
Δημ.: Ναι, στο περίπου;
Ν.Μ.: Ήμουν πολύ στενοχωρημένος. Είχα πολλά τρεχάματα. Είχαμε να φτιάξουμε χαρτιά, γι’ αυτό και κατέβηκα στην Καλαμάτα. Εμένα οι δουλειές μου είναι στην Αθήνα. Αλλά μετά τον θάνατο του πατέρα μου τέσσερις ημέρες ήμουν στην Καλαμάτα, δύο στην Αθήνα, πέντε στην Καλαμάτα, μία στην Αθήνα. Έτσι γινόταν.
Δημ.: Για το περιστατικό τι έχεις να πεις; Εντάξει, τα μπαγκάζια τα βρήκε ο πατέρας σου. Για το περιστατικό, όμως, που σου «χρεώνουν», τι έχεις να πεις;
Ν.Μ.: Η μητέρα μου, όπως σας είπα, είναι άρρωστη. Είναι ετοιμοθάνατη η γυναίκα. Έχουμε κίνδυνο αιφνίδιου θανάτου κατά την άποψη των γιατρών κι επείγει ή θεραπεία ή εγχείρηση. Δηλαδή, πρέπει να κάνει σοβαρή εγχείρηση καρδιάς και τρέχω σε συγκεκριμένους γιατρούς, οι οποίοι μπορεί να θεωρηθούν κάποια στιγμή και ως μάρτυρες. Ένας από αυτούς κι ο γιατρός, αυτός που θα την εγχειρήσει τελικά, που αποφασίσαμε να την εγχειρήσει, δηλαδή, όλες αυτές τις μέρες μετά τον θάνατο του πατέρα μου τρέχω με τη μητέρα μου στο Ωνάσειο, το Ιπποκράτειο, το Κρατικό και κάνουμε συνέχεια εξετάσεις. Την τρέχω, διότι δεν έχει άλλον άνθρωπο να τη βοηθήσει. Είναι μια γηραιά κυρία, η οποία πρέπει να τρέχει στα Νοσοκομεία της Αθήνας. Ποιος θα την πάει; Ποιος θα τη φέρει από Καλαμάτα; Ο γιος της! Εγώ… Λοιπόν, έχουμε τρέξει σε δέκα γιατρούς αυτές τις μέρες με αποδεικτικά στοιχεία. Έχουμε βγάλει εξετάσεις. Μάλιστα, βρεθήκαμε στο αυτοκίνητο με το οποίο με είχαν κυνηγήσει, για να βρω τον γιατρό και να δούμε τι θα κάνουμε με την εγχείρησή της. Άρα, δεν μπορούσα να οργανώσω μια τέτοια πράξη. Μια πράξη κατά μια έννοια, μια επιχείρηση για άλλους. Οι άνθρωποι αυτοί, απ’ ό,τι έμαθα, είχαν κλέψει μια μηχανή. Φαντάζομαι ότι, θα την είχαν κλέψει μέρες πριν. Αφού ζούσε ακόμα ο πατέρας μου και βρήκε τα πράγματα. Δεν έχω γνώση της δικογραφίας. Σήμερα που μιλάμε - είναι 20 του μήνα - δεν έχω γνώση της δικογραφίας, αλλά υποθέτω ότι, αφού τα βρήκε ο πατέρας μου, η μηχανή θα είχε κλαπεί πριν τη ληστεία. Είχαν κάνει κατόπτευση του χώρου. Εγώ έτρεχα την προηγούμενη μέρα από τη ληστεία με τη μάνα μου στο Νοσοκομείο της Καλαμάτας πέντε ώρες και κάναμε εξετάσεις...
Δημ.: Πώς θα μπορούσες να έχεις προγραμματίσει και να έχεις στήσει μια ληστεία; Ας το πούμε έτσι.
Ν.Μ.: Αυτό, ναι, είναι ένας προβληματισμός, που τον θέτω εγώ…
Δημ. Οπότε, την ώρα της ληστείας πού ήσουν εσύ;
Ν.Μ.: Δεν ξέρω τι ώρα έγινε η ληστεία. Φαντάζομαι ότι ή μπορεί να ήμουν στην Καλαμάτα ή μπορεί να είχα φύγει κιόλας. Γιατί εκείνη την ημέρα είχα φύγει και συγκεκριμένα το έμαθα στον δρόμο. Ήμουν περίπου στο ύψος του Άργους, δεν θυμάμαι πού ήμουν. Με πήραν τηλέφωνο συγγενείς και μου είπαν ότι, έγινε μια ληστεία και ότι, είχε αρχίσει να ψιθυρίζεται το όνομά μου.
Δημ.: Εσύ ήσουν στο Άργος;
Ν.Μ.: Δηλαδή, καταλαβαίνετε; Πριν βρεθούν στοιχεία ακόμα έλεγαν το όνομά μου, ότι μπορεί να είμαι εγώ! Αυτό δεν είναι λογικό, ό,τι έγινε μετά και δεν μπορώ να το δεχτώ σαν Έλληνας πολίτης. Γιατί είμαι Έλληνας πολίτης. Είμαι μέλος του κοινωνικού ιστού, όπως και να το κάνεις.
Δημ.: Είχες δικαστεί για κάποιες άλλες υποθέσεις και όποιος έχει κάνει κάτι του τα φορτώνουν όλα, καλώς ή κακώς.
Ν.Μ.: Ήμουν το πιο πρόσφορο…
Δημ.: Το μόνο στοιχείο που έχουν βρει, ξανά επαναλαμβάνω, είναι η μπαγκαζιέρα.
Ν.Μ.: Ναι, είναι μια ένδειξη αυτή. Και νομικά είναι μια ένδειξη. Λογικά. Εσείς τι λέτε; Να σας κάνω εγώ ένα ερώτημα: Βρήκαν μια μπαγκαζιέρα, όμως θα θεωρούσα πως κάποιος την έβαλε εκεί και ίσως, τώρα που το λέμε, μπορεί αυτός που έκλεψε τη μηχανή, με σκοπό να κάνει αυτήν τη ληστεία, προφανώς να με ήξερε. Γιατί ξέρω πολλούς συμπατριώτες μου από την Καλαμάτα, που γνώρισα στις φυλακές και κάνουν αυτή τη δουλειά. «Δεν πάμε να την πετάξουμε στου Μαυρίκη και μόλις την… κάνουμε να πάνε να “τρέξουν” αυτόν;». Μπορεί να είναι κι έτσι.
Δημ.: Τώρα τι σκοπεύεις να κάνεις από εδώ και πέρα; Ποιες θα είναι οι κινήσεις σου;
Ν.Μ.: Δηλώνω ότι, είμαι αθώος. Δεν έχω κάνει αυτή την πράξη. Είναι λογικό να θέλω να αμυνθώ. Πώς να αμυνθώ, όταν έχουν στραφεί εναντίον μου η Αστυνομία και προσωπικά ο διοικητής της Ασφάλειας, ο οποίος έχει προσωπικά προηγούμενα μαζί μου; Το τονίζω αυτό: Ο κ. Δημητριάδης, στην Καλαμάτα, έχει προσωπικά μαζί μου! Πώς μαλώνουν δύο άντρες για μια γυναίκα; Αυτό το πράγμα έχει μαζί μου. Διότι πριν από δέκα χρόνια υπήρχε μια γνωστή υπόθεση, δεν ξέρω αν τη γνωρίζετε. Είχα αναμειχθεί σε μια υπόθεση. Έκλεψαν μία Φεράρι, κάτι Πόρσε τότε στο Λεωνίδιο. Τότε θεωρήθηκα ύποπτος, πάλι με ανύπαρκτα στοιχεία, παραπέμφθηκα στη Δικαιοσύνη και αθωώθηκα! Αυτό δεν μου το συγχώρησε ποτέ. Πίστευε και πιστεύει πως εγώ τα είχα πάρει τα αυτοκίνητα, επειδή είχα μια σχέση με τα αυτοκίνητα πριν κλαπούν από το τελωνείο - όχι μετά - κι από τότε έχουμε ανοίξει… προσωπικά. Το έχει δηλώσει κιόλας στο Δικαστήριο, που ήρθε ως μάρτυρας, όταν δικάστηκα στο Ναύπλιο, γιατί μου παρέμεινε μια κατηγορία. Αθωώθηκα για την κλοπή στο τελωνείο, μου παρέμεινε η λαθρεμπορία, γιατί το είχα παραδεχτεί ότι, εγώ είχα δεχτεί αυτά τα αμάξια στην εποπτεία μου, όχι όμως στην κατοχή μου. Και ήρθε στο Δικαστήριο και άρχισε και φώναζε, μέχρι που ο πρόεδρος του μίλησε άσχημα. Του λέει «εδώ δικάζουμε άλλη υπόθεση και όχι ό,τι έχει κάνει ο Μαυρίκης στην Αθήνα». Ακόμα και τότε χρησιμοποιούσε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, δηλαδή αυτό που ακούγεται για μένα παρα τα πραγματικά στοιχεία. Το ίδιο κάνει και τώρα. Δημ.: Αθωώθηκες τότε;
Μ.Ν.: Πανηγυρικά αθωώθηκα.
Δημ.: Είχες κρατηθεί παράνομα;
Μ.Ν.: Βέβαια. Είχα κρατηθεί οχτώ μήνες. Προφυλακισμένος! Χωρίς λόγο. Να πάθω τα ίδια; Τι λέτε; Αξίζει τον κόπο; Εγώ πιστεύω ότι, σ’ ένα Δικαστήριο που θα δει με προσοχή τα πραγματικά περιστατικά και θα έχω την τύχη να δικαστώ, θα εμφανιστώ στο Δικαστήριο για να υποστηρίξω την αθωότητά μου. Γιατί έτσι πρέπει να κάνουμε με τη Δικαιοσύνη. Όχι, όμως, στο αρχικό στάδιο. Στο αρχικό στάδιο γίνονται υπερβάσεις, υπάρχει μία αυταρχική συμπεριφορά των παραγόντων.
Δημ.: Παραγόντων όταν λες;
Ν.Μ.: Και της Δικαιοσύνης και της Αστυνομίας στον πρώτο βαθμό. Δηλαδή, αλλιώς βλέπει τα πράγματα ένα ακροατήριο κι αλλιώς τα βλέπει ένας ανακριτής. Τα ξέρουμε, έτσι είναι. Εγώ αυτήν τη στιγμή σας το δηλώνω: Είμαι τρομοκρατημένος! Είμαι τρομοκρατημένος από όλη αυτή την κινητοποίηση που είδα, που τα έμαθα. Έχω πολύ μεγάλο κύκλο συγγενών στη Καλαμάτα κι έχω μάθει τα πάντα, για το πώς κινούνται. Είναι τρομερό! Άκουσα για ελικόπτερα με θερμικές, άκουσα για στρατιές αστυνομικών ότι με έψαχναν στα χωράφια. Να σας πω κάτι; Αυτή η φίλη μου, που την κάλεσα να προσέχει τη μητέρα μου δυο μέρες που θα έλειπα, αυτήν τη στιγμή την έχουν καταστήσει συγκατηγορούμενή μου! Ήμουν έτοιμος να φύγω από την Καλαμάτα και της έδινα τις τελευταίες εντολές, τι θα κάνει με τη μάνα μου την άλλη μέρα, να τη φέρει στον γιατρό για εξετάσεις στην Αθήνα, πώς θα τη μετακινήσει, τι θα της λέει, πώς να την προσέχει και όλα αυτά. Της έδινα οδηγίες, την είχα καλέσει την κοπέλα κάτω γι’ αυτόν τον λόγο και αυτήν τη στιγμή είναι συγκατηγορούμενη. Αυτήν τη στιγμή που μιλάμε εμείς εδώ, αυτή είναι στον ανακριτή και απολογείται διότι διώκεται με τον ν. 187 παράγραφος β’. Εγκληματική οργάνωση! Είναι μια κοπελίτσα η οποία έχει μια βιοτεχνιούλα εκεί πέρα στα Πετράλωνα η έρημη και ταλαιπωρείται κι αυτό γιατί βγάζει τα προς το ζην. Αυτήν τη στιγμή είναι υπόλογη απέναντι στον νόμο, γιατί συνέπραξε μαζί μου για τη ληστεία στην Καλαμάτα. Όταν εγώ τα βλέπω αυτά, ας πούμε, πώς να παρουσιαστώ; Πού να πάω; Ποιος θα μ’ ακούσει εμένα; Λοιπόν, θα περιμένω να με ακούσουν αυτοί που πρέπει, να με ακούσουν. Ο πρόεδρος…
Δημ.: Δηλαδή θα κρίνεις εσύ, την κατάλληλη στιγμή, πότε θα εμφανιστείς και πού θα πας;
Ν.Μ.: Στο Δικαστήριο θα πάω. Δεν θέλω να είμαι φυγάς. Δεν θέλω να παρανομώ. Οι απόψεις μου τεκμηριώνονται, αρκεί να καταφέρω να φτάσω στο Δικαστήριο ελεύθερος… Αυτήν τη στιγμή, όπως αντιλαμβάνεσαι, είμαι στην παρανομία. Μπορεί να αναγκαστώ πάλι, αν με σταματήσουν σ’ ένα μπλόκο και ζητήσουν την ταυτότητά μου, να αρχίσω να τρέχω… Είμαι 52 χρονών. Δεν είναι για μένα αυτά τα πράγματα. Είμαι ένας μεσόκοπος άνθρωπος.
Δημ.: Ο.Κ. Σε ευχαριστώ για τη συνέντευξη. Πώς όμως προτίμησες και πήρες τηλέφωνο και είπες «θέλω να μιλήσω»; Τι σε έχει φέρει σε αυτό το σημείο να βγάζεις το απωθημένο; Αγανάκτηση; Πώς το αποφάσισες να παρουσιάσεις όλα αυτά τα πράγματα;
Ν.Μ.: Κατ’ αρχήν έχω να λογοδοτήσω σε πάρα πολύ κόσμο στην Καλαμάτα, που με εκτιμάει και με αγαπάει. Έχω διαβάσει απίστευτες ανακρίβειες στις εφημερίδες όλες αυτές τις μέρες και ήθελα να πω τα πράγματα όπως έχουν.
Δημ.: Καλώς…
Ν.Μ.: Θέλω να πω και κάτι άλλο. Όταν όλη η δύναμη του Οργάνου που πρέπει ασχοληθεί με αυτό, της Αστυνομίας, για τη ληστεία μιας τράπεζας και όλα τα φώτα πέφτουν πάνω σ’ έναν ύποπτο και δεν ψάχνουν περισσότερο, «μήπως ρε παιδιά είναι κάνας άλλος;», ο πραγματικός ένοχος αυτής της πράξης αυτήν τη στιγμή κάθεται στο σπίτι του και γελάει. Εκτός του ότι γελάει με την Αστυνομία, γελάει και μαζί μου! Γελάει και με μένα, γιατί θεωρεί ότι, εγώ θα επωμιστώ την πράξη του, που την έχω ήδη επωμιστεί κι αυτός κάθεται και γελάει με την επιτυχία του εις βάρος των κορόιδων. Αυτό είναι άδικο…
Δημ.: Σ’ ευχαριστώ για τη συνέντευξη. Η εφημερίδα είναι της Καλαμάτας και μη διστάσεις, αν το θελήσεις, να ξαναπάρεις τηλέφωνο στην εφημερίδα και να πεις τις απόψεις και τις θέσεις σου. Η εφημερίδα είναι ανοιχτή σε όλες τις απόψεις, φυσικά…
Ν.Μ.: Όση ώρα μιλάμε εγώ σας είπα πραγματικά περιστατικά κι επιχειρήματα, που αντέχουν στη λογική. Ας πουν και οι άλλοι τέτοια. Αυτά είναι τα στοιχεία, με τα οποία λειτουργεί ένα Δικαστήριο, επιχειρήματα και αποδείξεις. Αποδείξεις δεν υπάρχουν, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Έχω ακούσει ότι, μάρτυρας αντελήφθη τους τρεις ληστές - εκ των υστέρων βέβαια κατάλαβε ότι πρόκειται για ληστές, όταν άκουσε ότι έγινε ληστεία - να κατεβαίνουν από την κλεμμένη μοτοσικλέτα και να επιβιβάζονται στο αυτοκίνητό μου! Επειδή είμαι σε θέση να γνωρίζω πού ήταν το αυτοκίνητό μου και πού ήμουν εγώ, γι’ αυτό εγώ μόνο ένα πράγμα μπορώ να κάνω: Να γελάω! Γέλια μου προκαλεί. Δεν αμφισβητώ ότι βρέθηκε μπαγκαζιέρα στο υπόγειο του σπιτιού του… παππού μου στην ουσία. Ούτε δικό μου είναι, ούτε των γονιών μου. Βρέθηκε σ’ ένα σπίτι στο οποίο έχει πρόσβαση μια οικογένεια, που αποτελείται από πενήντα μέλη περίπου. Τα οχτώ αδέλφια της μάνας μου και όλα μου τα ξαδέλφια. Αν αυτό είναι στοιχείο, γιατί να μην έχει πάει ένας ξάδερφός μου εκεί την μπαγκαζιέρα και το κράνος; Γιατί να μην τα έχει πάει μια θεία μου ή ένας θείος μου; Ο χώρος δεν είναι ασφαλής. Ελπίζω και πιστεύω πως ο δικαστικός λειτουργός, που συμμετείχε στην έρευνα της Αστυνομίας, θα το διακρίβωσε αυτό και θα είναι καταγεγραμμένο. Γιατί αν δεν συνέβη αυτό, επειδή εγώ ξέρω, το πρωί ήμουν εκεί στο υπόγειο. Το υπόγειο έχει πολλά πράγματα μέσα. Είναι ένα υπόγειο με παλιά βαρέλια, ξύλα, ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι εδώ και 30 χρόνια.
Δημ.: Οπότε έχουμε δύο κατηγορίες, δύο στοιχεία, την μπαγκαζιέρα και το κράνος, που είναι τα δύο στοιχεία...
Ν.Μ.: Ναι, δύο στοιχεία, εντός εισαγωγικών στοιχεία… Μπαγκαζιέρα και κράνος, που με συνδέουν έμμεσα.
Δημ.: Και κάποια δήλωση κάποιου, που λέει ότι…
Ν.Μ.: Το αυτοκίνητο… Θεώρησε τη σκηνή ύποπτη. Κατέγραψε τα στοιχεία του αυτοκινήτου και μετά πήγε στην Αστυνομία όταν έμαθε ότι, έγινε η ληστεία και είπε «αυτοί που ήταν εκεί… ».
Δημ.: Γνωρίζει το αυτοκίνητό σου; Τι μάρκα είναι και τέτοια;
Ν.Μ.: Αυτό δεν το γνωρίζω. Γνωρίζω ότι είχε το νούμερο του αυτοκινήτου. Το νούμερο. Την ταυτότητα στην ουσία του αυτοκινήτου. Αν υπάρχει τέτοιος μάρτυρας, εγώ παραδέχομαι τη μαρτυρία του - σαν μαρτυρία, έτσι; - αλλά σας δηλώνω πως ο άνθρωπος είναι είτε άρρωστος, είτε βαλτός από τον κύριο Δημητριάδη, γιατί, γενικότερα η Αστυνομία κάνει τη δουλειά της και καλά κάνει. Αλίμονο αν δεν είχαμε Αστυνομία κι αν δεν σεβόμαστε την Αστυνομία. Εγώ σέβομαι την Αστυνομία και το έργο της. Σε παλιές υποθέσεις, που εγώ ήμουν ένοχος, έχω παραδεχτεί τις ενοχές μου. Εγώ δεν ήρθα ποτέ σε αντίθεση με την Αστυνομία σε πραγματικά περιστατικά. Εγώ σε αντίθεση έρχομαι μονίμως με αυτό που λέμε στη λαϊκή έκφραση «χρέωμα». Δηλαδή, τι κάνει η Αστυνομία, προκειμένου να δείξει επιτυχίες, να πει «να, συνελήφθησαν οι δράστες», για τα μάτια του κόσμου; Όποιον βρουν μπροστά τους, που είναι… εύκολος, τον «χρεώνουν». Κάποτε με ρώτησε ένας πρόεδρος σ’ ένα Δικαστήριο, που είχαμε ανοίξει μια φιλοσοφική συζήτηση: «Κύριε Μαυρίκη, πώς βλέπετε την Ελληνική Δικαιοσύνη ως κατηγορούμενος;». Δεν ξέρω πώς του ήρθε του ανθρώπου και με ρώτησε και του είπα: «Κύριε πρόεδρε, έχω δικαστεί για δέκα πράγματα που έχω κάνει και για δώδεκα που δεν έχω κάνει… ».
Δημ.: Σύνολο πόσα χρόνια έχεις κάνει φυλακή;
Ν.Μ.: Δεκαέξι. Μία φορά ισόβια…
Δημ.: Σ’ ευχαριστώ πολύ.